- πατρωνυμικόν
- πατρωνυμικόςderived from one's father's namemasc acc sgπατρωνυμικόςderived from one's father's nameneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Noun — For other uses, see Noun (disambiguation). Examples The cat sat on the mat. Please hand in your assignments by the end of the week. Cleanliness is next to Godliness. George Washington was the first president of the United States of America.… … Wikipedia
πατρωνυμικός — ή, ό / πατρωνυμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πατρώνυμος] αυτός που προέρχεται, που σχηματίστηκε από το πατρικό όνομα νεοελλ. γραμμ. τα πατρωνυμικά (ενν. ονόματα) τα κύρια ονόματα που σχηματίζονται από το όνομα τού πατέρα ή τού γενάρχη τής οικογένειας και… … Dictionary of Greek